- πολυβότανος
- πολυ-βότανος, kräuterreich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυβότανος — abounding in herbs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότανος — η, ο / πολυβότανος, ον, ΝΜ αυτός που έχει πολύ χόρτο, πολλή βοσκή («επί το μέγα πρόσωπον τής γης πολυβοτάνου», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότανος (< βότανον), πρβλ. α βότανος] … Dictionary of Greek
πολυβότανον — πολυβότανος abounding in herbs masc/fem acc sg πολυβότανος abounding in herbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβότανα — πολυβότανος abounding in herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek